ημιανοίγω

ημιανοίγω
μετ. приоткрывать, приотворять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ημιανοίγω" в других словарях:

  • ημιανοίγω — μισοανοίγω, ανοίγω κατά το ήμισυ, ανοίγω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ανοίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»